- εκπολιτίζω
- εκπολιτίζω, εκπολίτισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκπολιτίζω — 1. μεταδίδω τον πολιτισμό σε βάρβαρο, υπανάπτυκτο λαό ή περιοχή 2. προάγω την ανάπτυξη τού πολιτισμού σε κάποιο λαό ή χώρα … Dictionary of Greek
εκπολιτίζω — εκπολίτισα, εκπολιτίστηκα, εκπολιτισμένος, μτβ. (για άτομα, λαούς ή χώρες), κάνω πολιτισμένο κάποιον, προάγω τον πολιτισμό κοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξευρωπαΐζω — εξευρωπάισα, εξευρωπαΐστηκα, εξευρωπαϊσμένος, μτβ. 1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ευρωπαίο, του κάνω κτήμα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. 2. (για πρόσωπα), ανθρωπεύω, εκπολιτίζω, κάνω κάποιον πολιτισμένο (περισσότερο από όσο ήταν). 3. (για πράγματα),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφελληνίζομαι — (AM ἀφελληνίζομαι, Α και ἀφελληνίζω) νεοελλ. αποβάλλω ή χάνω τα ελληνικά μου χαρακτηριστικά, την ελληνική συνείδηση μσν. παύω να είμαι Έλλην, δηλαδή εθνικός, ειδωλολάτρης αρχ. ( ω) εξελληνίζω, εκπολιτίζω … Dictionary of Greek
εξανθρωπίζω — (AM ἐξανθρωπίζω) [εξάνθρωπος] μσν. νεοελλ. εξημερώνω, εκπολιτίζω μσν. παθ. 1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα) 2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες αρχ. 1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο… … Dictionary of Greek
εξημερώνω — (AM ἐξημερῶ, όω) [ημερώ] μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν») 2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.) 3. καταπραΰνω … Dictionary of Greek
ημερώνω — και μερώνω (AM ἡμερῶ, όω, Μ και ἡμερώνω) [ήμερος] 1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω 2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ 3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω νεοελλ. 1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι,… … Dictionary of Greek
μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ … Dictionary of Greek
πολιτίζω — Ν 1. μεταδίδω σε κάποιον τον πολιτισμό, εκπολιτίζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πολιτισμένος, η, ο α) ο προηγμένος στον πολιτισμό («οι πολιτισμένοι λαοί») β) αυτός που έχει καλούς τρόπους και φιλελεύθερες αντιλήψεις, ο προηγμένος κοινωνικά 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
συνημερούμαι — όομαι, Α (για τη γη) καθαρίζομαι με την καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡμερῶ «καλλιεργώ, ημερεύω, εκπολιτίζω» (< ἥμερος)] … Dictionary of Greek